- ευθύτρητος
- εὐθύτρητος, -ον (Α)(για οστά) αυτός που έχει ευθύ τρήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + τρητός < τετραίνω (πρβλ. ά-τρητος, διά-τρητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐθύτρητος — bored straight through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτρητον — εὐθύτρητος bored straight through masc/fem acc sg εὐθύτρητος bored straight through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυτρήτου — εὐθύτρητος bored straight through masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυτρήτων — εὐθύτρητος bored straight through masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτρητα — εὐθύτρητος bored straight through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύτρητοι — εὐθύτρητος bored straight through masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθύτρυπος — εὐθύτρυπος, ον (Α) βλ. ευθύτρητος … Dictionary of Greek